Νυκτοβασίες στην πόλη του αίσχους


Μια πόλη ίδια κι όμοια με οχετό. Βουτηγμένη στην ανέχεια και το μίσος. Γεμάτη θράσος μα στα δύσκολα θρασύδειλη. Και συ σέρνεσαι μέσα της. Ένα περίττωμα στο παχύ της έντερο. Ή εν δυνάμει φονιάς;

____________________

Γράφει ο Πάνος Πιλάτος the2pornot2p@yahoo.gr
Από το iPanic vol 16


Τι σου μένει στο τέλος της μέρας; Της όποιας κι αν είναι. Όλες ίδιες είναι. Τόσο γ@μημένες ώστε να τις ξεφορτώνεσαι σαν πατσαβούρες, τόσο άδειες που να περνάς μέσα τους σαν καπνός. Λοιπόν, σου μένει μια αηδία. Και μια απογοήτευση. Και κούραση. Μπόλικη από δαύτη. Και γύρω σου η πόλη. Γλεντάει τη μιζέρια της. Γλεντάει με σένα. Και μένα. Βγαίνεις έξω και δεν είσαι εκεί που νόμιζες πως είσαι. Βρίσκεσαι στο χάος το απύθμενο. Τρέχεις να φτάσεις στο τίποτα. Τρέχεις μα ο χρόνος είναι πάντα γρηγορότερος.

Οι άνθρωποι νομίζουν πως ελέγχουν τον χρόνο, μα ο χρόνος τους καταστρέφει. Κάποτε αυτή η πόλη ήταν ακόμα μια υποψία.

Σήμερα που έχει θεριέψει κι έχει εξαπλωθεί σαν τσιμεντένιο και σιδερένιο καρκίνωμα στην άπλα του κάμπου, υλοτομώντας δάση ολόκληρα, αποξηραίνοντας λίμνες, φράζοντας ποτάμια και εξαφανίζοντας κάθε διάθεση για αληθινό χαμόγελο, εγώ είμαι εδώ και εδώ παραμένω.

Οι μέρες περνούν έξω από το καταφύγιό μου, με βόμβο παρόμοιο με τερατώδους εντόμου. Είμαι ξαπλωμένος και κοιμάμαι δίχως όνειρα, όσο οι άνθρωποι πέρα από το κατώφλι μου τρέχουν αλαφιασμένοι δεξιά και αριστερά, τρέφοντας την τύφλα τους με ψευδαισθήσεις επιτυχίας και ευτυχίας.

Οι νύχτες με προσμένουν και με υποδέχονται με ορθάνοικτες τις πύλες του Σκότους. Σέρνομαι έξω από την ταφική μου κλίνη και αφήνομαι στον πυρετό της αναζήτησης… Όταν ανακατεύομαι με τους ανθρώπους που αποζητούν λήθη στο αλκοόλ, λαγνεία σε θορυβώδη κουβούκλια και ψεύτικες απολαύσεις, πολύχρωμο το σμάρι που με ζώνει με βουητό ενοχλητικό.

Με γυροφέρνει και με στριμώχνει όλο και πιο πολύ μέσα στη σκιά μου.

Αισθάνομαι βλέμματα αδιάκριτα να με περιεργάζονται, κι όταν στρέφομαι προς αυτά, χαμηλώνουν. Μόνο όταν τους κοιτάξω καταλαβαίνουν πως είμαι φορέας θανάτου. Ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος καταφτάνει και μας παίρνει όλους στην κοιλιά του. Αποπνικτική η ατμόσφαιρα, μυρίζω τον όξινο θνητό ιδρώτα, την απλυσιά και το άγχος. Λουφάζω στη γωνιά μου κι όταν το τρένο με ξερνά, κατρακυλώ σε ένα τσιμεντένιο σφαγείο. Τρυπώνω σε μια υπόγα γεμάτη καρδιές από νύχτα. Προσωπεία εκφοβιστικά και ξεπεσμένοι ημίγυμνοι άγγελοι. Τα keyboards προμηνύουν κάτι μεγάλο που έρχεται. Ένας εξόριστος Νυχτοβάτης πιάνει μικρόφωνο και προσεύχεται στο Αρχαίο Σκοτάδι.

Με διπλαρώνει μια στιγματισμένη κόρη της αβύσσου. Το λευκό της δέρμα με διεγείρει. Μου μιλά ασταμάτητα. Σα να τα λέει σε τοίχο. Δεν ακούω λόγια, μόνο τη βραχνή μελωδία τους. Λίγο μετά αλυχτάω στον οργασμό και ξεδιψώ με την υποψία ζωής της. Την παρατάω τρεκλίζοντας και ψάχνω ερημιά να χαθώ… Προτού ξημερώσει θα μπω στην κοιλιά ενός ακόμη τρένου και θα τραβήξω πάλι τον δρόμο μου, μέχρι να καταλήξω στην ταφική μου κλίνη.

Τέτοιες ιστορίες ψιθυρίζει η πόλη για μένα. Και για κάποιους σαν και σένα.

Έτσι εγώ γελάω με την πόλη. Όσο την αγαπάω, άλλο τόσο την μισώ.

Έχω κατανοήσει ότι η πόλη είναι η κρυψώνα και ο κυνηγότοπός μου, όχι ο οίκος μου και το βασίλειό μου. Η πόλη είναι εχθρός μου. Εσείς, οι κάτοικοι της πόλης, είστε οι εν δυνάμει εξολοθρευτές μου, οι εν δυνάμει τροφοί μου και οι εν δυνάμει θαυμαστές μου. Και η πόλη είναι η σκηνή που δίνω τις παραστάσεις μου. Κι αν δεις μία από αυτές τις παραστάσεις μου, θα σου μείνει αξέχαστη. Και μετά θα πεθάνεις.

ΥΓ: Ψιτ! 50 μέτρα από την πλατεία του Γκύζη (Γκύζη & Ραγκαβή 61) άνοιξε clubάκι ονόματι Camelot Live-Cafe (www.myspace.com/camelotlivecafe). Σκάστε για ποτάκι, λέμε, και θα με πετύχετε μάλλον στα decks, να τα λέμε κι από κοντά.